- ἡδύ-φθογγος
ἡδύ-φθογγος, Hesych. Erkl. von ἠχητής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδύ-φθογγος, Hesych. Erkl. von ἠχητής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύφθογγος — ἡδύφθογγος, ον (Α) αυτός που εκφέρει γλυκούς φθόγγους, γλυκύφθογγος, γλυκύφωνος. επίρρ... ἡδυφθόγγως (Μ) με ηδύφθογγο τρόπο, γλυκύφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φθόγγος (< φθόγγος < φθέγγομαι) πρβλ. μελί φθογγος, οξύ φθογγος] … Dictionary of Greek
ισόφθογγος — ἰσόφθογγος, ον (Α) αυτός που έχει ίσους φθόγγους, δηλαδή αυτός που ηχεί με ήχους ή φωνές όμοιου ύψους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φθόγγος (< φθόγγος), πρβλ. ηδύ φθογγος, υγρό φθογ γος] … Dictionary of Greek
χρυσόφθογγος — ον, Μ μτφ. αυτός που έχει χρυσή φωνή, που τα λόγια του είναι χρυσά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + φθόγγος (< φθόγγος), πρβλ. ἡδύ φθογγος] … Dictionary of Greek