- ἡδύ-φωνος
ἡδύ-φωνος, von lieblicher Stimme, Poll. 2, 111; dor. ἁδ. ὄρτυξι Pratin. bei Ath. IX, 392 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδύ-φωνος, von lieblicher Stimme, Poll. 2, 111; dor. ἁδ. ὄρτυξι Pratin. bei Ath. IX, 392 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύφωνος — ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος. επίρρ... ἡδυφώνως (Μ) με γλυκιά φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρό φωνος, λιγό φωνος, ομό φωνος κ.ά.] … Dictionary of Greek