- ἡδύ-χροος
ἡδύ-χροος, zsgz. -χρους, ουν, von lieblicher Farbe, πρόςωπα Ep. ad. 711 (App. 287), a. Sp.; τὸ ἡδύχρουν (μύρον), eine Specerei, Sp., Cic. Tusc. 3, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδύ-χροος, zsgz. -χρους, ουν, von lieblicher Farbe, πρόςωπα Ep. ad. 711 (App. 287), a. Sp.; τὸ ἡδύχρουν (μύρον), eine Specerei, Sp., Cic. Tusc. 3, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύχρους — ἡδύχρους, ουν και οος, οον (AM) 1. αυτός που έχει γλυκό, ευχάριστο χρώμα («ἡδύχροα πρόσωπα») 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύχρουν το ηδύπνουν, αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ηδύχρουν γένος εντόμων τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
ιδιόχρους — ουν και, οος, οον (Α ἰδιόχρους, ουν και ἰδιόχροος, οον) ο ιδιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χρους (< χροος < χρως, ο «χρώμα»), πρβλ. ετερό χρους, ηδύ χρους] … Dictionary of Greek
κακόχρους — κακόχρους, ουν και οος, οον (Α) 1. αυτός που έχει κακή χροιά, άσχημο χρώμα («κακόχροοι ὀφθαλμοί», Γαλ.) 2. αυτός που έχει κακό χρωματισμό, κακή απόχρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, ηδύ… … Dictionary of Greek
καλόχρους — ουν και καλόχροος, ον (Μ καλόχροος, οον) αυτός που έχει ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, ηδύ χρους] … Dictionary of Greek