- ἡδυντός
ἡδυντός, gewürzt, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδυντός, gewürzt, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδυντός — ἡδυντός, ή, όν (Α) [ηδύνω] παρασκευασμένος με καρυκεύματα, με αρώματα … Dictionary of Greek
ἡδυντόν — ἡδυντός seasoned masc acc sg ἡδυντός seasoned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυντή — ἡδυντός seasoned fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυντήν — ἡδυντός seasoned fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευήδυντος — εὐήδυντος, ον (Α) εύγευστος, ορεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηδυντός] … Dictionary of Greek
ηδύνω — (Α ἡδύνω) 1. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω («κρόμμυον... οὐ μόνον σῑτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», Ξεν.) 2. καθιστώ κάτι τερπνό, ευχάριστο 3. προξενώ ηδονή, ευφραίνω 4. μέσ. ἡδύνομαι ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι αρχ. θωπεύω, κολακεύω κάποιον … Dictionary of Greek