- ἡδυ-όνειρος
ἡδυ-όνειρος, angenehme Träume verursachend, Ath. I, 27 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδυ-όνειρος, angenehme Träume verursachend, Ath. I, 27 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδυόνειρος — η, ο (Α ἡδυόνειρος, ον) αυτός που προκαλεί ευχάριστα όνειρα («και σεις οπού ευφραίνετε με φωνήν ηδυόνειρον τής γης τα τέκνα», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + όνειρος] … Dictionary of Greek