- ἡδυντικός
ἡδυντικός, angenehm, schmackhaft machend, würzend, Plat. Soph. 223 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡδυντικός, angenehm, schmackhaft machend, würzend, Plat. Soph. 223 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδυντικός — ή, ό (Α ἡδυντικός, ή, όν) [ηδύνω] αυτός που κάνει κάτι γλυκό και νόστιμο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ηδυντικά τα καρυκεύματα αρχ. 1. αυτός που δίνει ευχαρίστηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡδυντική η τέχνη τής καρυκεύσεως … Dictionary of Greek
ἡδυντικά — ἡδυντικός fit for seasoning neut nom/voc/acc pl ἡδυντικά̱ , ἡδυντικός fit for seasoning fem nom/voc/acc dual ἡδυντικά̱ , ἡδυντικός fit for seasoning fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυντικοῦ — ἡδυντικός fit for seasoning masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυντικήν — ἡδυντικός fit for seasoning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδύνω — (Α ἡδύνω) 1. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω («κρόμμυον... οὐ μόνον σῑτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», Ξεν.) 2. καθιστώ κάτι τερπνό, ευχάριστο 3. προξενώ ηδονή, ευφραίνω 4. μέσ. ἡδύνομαι ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι αρχ. θωπεύω, κολακεύω κάποιον … Dictionary of Greek