- ὡραιο-δώτης
ὡραιο-δώτης, ὁ, Geber der Schönheit, Stob. ecl. 1, 3,30, übh. = ὡρεσιδώτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὡραιο-δώτης, ὁ, Geber der Schönheit, Stob. ecl. 1, 3,30, übh. = ὡρεσιδώτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολβιοδώτης — ὀλβιοδώτης, ὁ, θηλ. ὀλβιοδῶτις (Α) αυτός που δίνει ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + δώτης (< δίδωμι), πρβλ. ωραιο δώτης] … Dictionary of Greek