- ἡρμοσμένως
ἡρμοσμένως, passend, schicklich, D. Sic. 17, 19, öfter in Schol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἡρμοσμένως, passend, schicklich, D. Sic. 17, 19, öfter in Schol.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηρμοσμένως — ἡρμοσμένως (Α) επίρρ. επιτήδεια, αρμόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηρμοσμένος τού αρμόζω] … Dictionary of Greek
ἡρμοσμένως — ἁρμόζω fit together perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡρμοσμένως fitly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BETARMONES — ab Homero Corybantes sic dicti, in Od. 6. v. 250. 383. Βητάρμονες, ὀρχηςταὶ οἱ διὰ τῶ ποδῶν ὀρχούμενοι ἀπὸ τȏυ ἡρμοσμένως βαίνειν … Hofmann J. Lexicon universale
βητάρμων — βητάρμων, ο (Α) 1. ο χορευτής 2. ως επίθ. ο χορευτικός, που φαίνεται σαν να χορεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με βάση την ερμηνεία του Ησυχίου («ορχησταί από του ηρμοσμένως βαίνειν»), η λ. βητ άρμων συνδέεται ως προς το β συνθετικό με την ομάδα… … Dictionary of Greek