ὡραιο-κόμος

ὡραιο-κόμος

ὡραιο-κόμος, fürs Putzen Sorge tragend, sich damit beschäftigend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σιοκόμος — ον, Α (λακων. διόρθ. αντί τ. σιώκολος) αυτός που έχει κόμη όμοια με την κόμη τών θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + κόμος (< κόμη), πρβλ. ὡραιο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • υγροκόμος — ον, Α (για ποταμό) πλούσιος σε νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ωραιο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • εύκομος — εὔκομος, ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, ον (Α) 1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος 2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • καλλίκομος — η, ο (Α καλλίκομος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για φυτά) αυτός που έχει ωραίο και πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κομος (< κόμη), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”