ηώος — ἠῷος και αττ. τ. ἑῷος, ῴα, ῷον (Α) [ηώς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηώ, στην αυγή, αυγινός («ἠῷος ἀλέκτωρ», Ανθ. Παλ.) 2. ανατολικός («Πέρσης ἀνὴρ ἐπάγων... τὸν ἠῷον στρατόν», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
ἠῷος — at break of day masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠῷον — ἠῷος at break of day masc acc sg ἠῷος at break of day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠώιον — ἠῷος at break of day masc acc sg ἠῷος at break of day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠῴαις — ἠῷος at break of day fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠῴην — ἠῷος at break of day fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠῴης — ἠῷος at break of day fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠῴοιο — ἠῷος at break of day masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠῴοις — ἠῷος at break of day masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠῴοισιν — ἠῷος at break of day masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠῴου — ἠῷος at break of day masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)