ἠῶθεν

ἠῶθεν

ἠῶθεν, vom Morgen an, ep. = ἕωϑεν, Hom. oft, ἠῶϑεν γὰρ νεῦμαι ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι, am Morgen, mit Anbruch des Tages, gew. vom folgenden Tage, Il. 18, 136 Od. 1, 372. 15, 308; = heute Morgen ib. 506; sp. Ep., wie Ap. Rh. 4, 1224.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηώθεν — ἠῶθεν και δωρ. τ. ἀῶθεν (Α) επίρρ. 1. από το πρωί, από την αυγή («ἠῶθεν δ ἀγορήνδε καθεζώμεθα», Ομ. Οδ.) 2. αύριο, το επόμενο πρωί (ἠῶθεν δέ κεν ὕμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην», Ομ. Οδ.) 3. πρωί πρωί, κατά το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηώς + θεν, κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • ἠῶθεν — ἕωθεν from morn epic (indeclform adverb) ἠῶθεν from morn indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έωθεν — ἕωθεν (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἠῶθεν) [ἕως II] από την αυγή, από τα χαράματα, από το πρωί, από νωρίς αρχ. (φρ. α) «ἕωθεν εὐθύς» πρωί πρωί, από τα χαράματα β) «αὔριον ἕωθεν» αύριο πρωί πρωί, αύριο τα χαράματα …   Dictionary of Greek

  • επαθρώ — ἐπαθρῶ, έω (Α) αντί εισαθρώ*, βλέπω, παρατηρώ («ἠῶθεν γὰρ ἐπαθρήσαντας ἕκαστα», Απολλ. Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αθρώ «βλέπω, παρατηρώ»] …   Dictionary of Greek

  • ἀῶθεν — indeclform (adverb) ἠῶθεν from morn doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”