ἠθητήρ, ῆρος, ὁ, das Sieb, der Durchschlag, Marc. Sid. 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠθητῆρος — ἠθητήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθητήρας — ο (Α ἠθητήρ, ῆρος) [ηθώ] το όργανο με το οποίο διηθούμε, διυλίζουμε, ο ηθμός, το στραγγιστήρι, το σουρωτήρι … Dictionary of Greek