ἠθητήριος

ἠθητήριος

ἠθητήριος, ον, zum Durchseihen, Durchschlagen gehörig, geschickt, τὸ ἠϑητήριον, = ἠϑμός, Strab. III, 147, nach Cas. em.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηθητήριος — α, ο (Α ἠθητήριος, ον) [ηθητήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στη διήθηση, στη στράγγιση, στο σούρωμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo ἠθητήριον ο ηθητήρας, ο ηθμός, το στραγγιστήρι, το σουρωτήρι («ἐν ἠθητηρίοις πλεκτοῑς», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”