- ἠθητικός
ἠθητικός, οἶνος, v. l. für ἠϑικός, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠθητικός, οἶνος, v. l. für ἠϑικός, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηθητικός — ἠθητικός, ή, όν (Α) (για οίνο) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διηθήσει, να διυλίσει, ο κατάλληλος για διύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθητός, ρηματικό επίθετο τού ηθώ] … Dictionary of Greek
ἠθητικούς — ἠθητικός capable of being strained masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)