- ἠλοσύνη
ἠλοσύνη, ἡ, = ἠλιϑιότης, Nic. Al. 420.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠλοσύνη, ἡ, = ἠλιϑιότης, Nic. Al. 420.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλοσύνη — ἠλοσύνη, αιολ. τ. ἀλοσύνα, ἡ (Α) [ηλεός) η ηλιθιότητα … Dictionary of Greek
ἠλοσύνῃ — ἠλοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠλοσύνην — ἠλοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)