ἠθικός

ἠθικός

ἠθικός, ethisch, sittlich, den Charakter darstellend; ποίημα τὸ δηλοῦν τὴν προαίρεσιν, auch μέλη, ἁρμονίαι, auf das Gemüth, den Charakter wirkend, Arist. pol. 8, 7; τὸ ἠϑικὸν τῆς φιλοσοφίας, der Theil der Philosophie, der sich mit den Grundsätzen des Sittlichen beschäftigt, Sittenlehre, D. L. 1, 18; auch τὰ ἠϑικά, u. ἠϑικοὶ λόγοι, Sp. – Zum Charakter gehörig, charakteristisch. ausdrucksvoll, ἠϑικὴ λέξις, ἁρμόττουσα ἑκάστῳ γένει καὶ ἕξει Arist. rhet. 3, 7. – Adv. ἠϑικῶς, z. B. μειδιᾶν, bedeutungsvoll lachen, Plut. Brut. 51; vgl. Aristaen. 1, 24. 27.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • ηθικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ενάρετος: Ηθικός άνθρωπος. – Ηθικός χαρακτήρας. 2. σύμφωνος με τους ηθικούς κανόνες: Ηθική συμπεριφορά. – Ενεργεί ηθικά. – Εμφορείται από ηθικές αρχές. 3. ό,τι έχει σχέση με την ηθική: Ηθική (επιταγή, συνείδηση, αντοχή,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἠθικός — ἐθίζω accustom perf part act neut nom/voc/acc sg ἠθικός moral masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π …   Dictionary of Greek

  • ἠθικά — ἠθικός moral neut nom/voc/acc pl ἠθικά̱ , ἠθικός moral fem nom/voc/acc dual ἠθικά̱ , ἠθικός moral fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθικώτερον — ἠθικός moral adverbial comp ἠθικός moral masc acc comp sg ἠθικός moral neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθικωτέρων — ἠθικός moral fem gen comp pl ἠθικός moral masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθικῶν — ἠθικός moral fem gen pl ἠθικός moral masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθικόν — ἠθικός moral masc acc sg ἠθικός moral neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθικώτατα — ἠθικός moral adverbial superl ἠθικός moral neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠθικώτατον — ἠθικός moral masc acc superl sg ἠθικός moral neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”