- ἠλεκτρ-ώδης
ἠλεκτρ-ώδης, ες, von der Art des Elektron, wie Elektron aussehend, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠλεκτρ-ώδης, ες, von der Art des Elektron, wie Elektron aussehend, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek