- ἠλεκτρο-φαής
ἠλεκτρο-φαής, ές, wie Elektron glänzend, αὐγαί Eur. Hipp. 741.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠλεκτρο-φαής, ές, wie Elektron glänzend, αὐγαί Eur. Hipp. 741.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλεκτροφαής — ἠλεκτροφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει όπως το ήλεκτρο («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + φαης (< φάος, το), πρβλ. ημι φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek
ηεροφαής — ἠεροφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερό , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + φαής (< φάος «φως»), πρβλ. ηλεκτρο φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek