ἠθικότης

ἠθικότης

ἠθικότης, ητος, ἡ, Moralität, moralische Rede, Chrysost.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηθικότητα — η (Α ἠθικότης) [ηθικός] νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού ηθικού ανθρώπου, χρηστότητα, τιμιότητα, αρετή 2. (φιλοσ.) η συμφωνία τής βούλησης προς τον ηθικό νόμο η οποία προέρχεται από αγνή διάθεση αρχ. ο ηθικός λόγος, η προσήνεια, η ευπροσηγορία …   Dictionary of Greek

  • Ελευθερόπουλος, Αβροτέλης — (Κωνσταντινούπολη 1873 – Αθήνα 1963). Φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Σπούδασε φιλοσοφία στη Λειψία (1892 96). Το 1914 αναγορεύτηκε καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης και το 1930 καθηγητής της κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”