- ἠλι-τενής
ἠλι-τενής, πέτρα, erkl. Suid. ὑψηλή. S. ἠλίβατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠλι-τενής, πέτρα, erkl. Suid. ὑψηλή. S. ἠλίβατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιτενής — ἠλιτενής, ές (Α) ο ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι (βλ. λ. ηλίβατος) + τενής (< *τενος, το < τείνω), πρβλ. εκ τενής, ευθυ τενής] … Dictionary of Greek