- ἠλιτο-εργός
ἠλιτο-εργός, die That verfehlend (ἀλιτεῖν), d. h. seinen Zweck verfehlend, ὡς ϑάνεν ἠλ. Antip. Sid. 63 (VII, 210); Suid. erkl. τοῦ ἔργο υ ἀποτυχών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠλιτο-εργός, die That verfehlend (ἀλιτεῖν), d. h. seinen Zweck verfehlend, ὡς ϑάνεν ἠλ. Antip. Sid. 63 (VII, 210); Suid. erkl. τοῦ ἔργο υ ἀποτυχών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιτοεργός — ἠλιτοεργός, ov (Α) αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιτο (βλ. λ. ηλιτόμηνος) + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, άν εργος] … Dictionary of Greek