- ἠλιτό-μηνος
ἠλιτό-μηνος, den rechten Monat verfehlend, zu früh geboren, Il. 19, 118; παῖς Strat. 70 (XII, 228).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠλιτό-μηνος, den rechten Monat verfehlend, zu früh geboren, Il. 19, 118; παῖς Strat. 70 (XII, 228).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλίβατος — ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, ον (Α) 1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός 2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο τού Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.) 3. (για τη … Dictionary of Greek
ηλιτόμηνος — ἠλιτόμηνος, ον (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε πρόωρα 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠλιτόμηνον η πρόωρη γέννηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλιτ τού αορ. αλιτείν «διαπράττω σφάλμα εις βάρος κάποιου» (βλ. λ. αλείτης) + μηνος (< μην «μήνας»). Το αρχικό φωνήεν… … Dictionary of Greek