- ἠκαλέος
ἠκαλέος, dasselbe, ἠκαλέον γελᾶν, mild lachen, Hesych. S. ἦκα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠκαλέος, dasselbe, ἠκαλέον γελᾶν, mild lachen, Hesych. S. ἦκα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηκαλέος — ἠκαλέος, α, ον (Α) [ήκα] (κατά τον Ησύχ.) «ἠκαλέον γελόωσα πράως, οὐκ ἐσκυθρωπακυῑα» … Dictionary of Greek