- ἠγαλέος
ἠγαλέος, zerbrochen, p. im E. M. 418, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠγαλέος, zerbrochen, p. im E. M. 418, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηγαλέος — ἠγαλέος, α, ον (Α) θρυμματισμένος, σπασμένος σε κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγ αλέος < άγνυμι «σπάω» + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος, φρικ αλέος) το η πιθ. από μετρ. έκταση (πρβλ. ηγάθεος)] … Dictionary of Greek
ἠγαλέη — ἠγαλέος broken in pieces fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγαλέην — ἠγαλέος broken in pieces fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)