- ἠκαλός
ἠκαλός, ή, όν, dasselbe, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠκαλός, ή, όν, dasselbe, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ήκαλος — ἤκαλος, ον (Α) ακαλός*, ήσυχος, ειρηνικός, πράος, ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού ακαλός*] … Dictionary of Greek
ἤκαλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤκαλον — ἤκαλος masc/fem acc sg ἤκαλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)