- ὠκαλέος
ὠκαλέος, = ὠκύς, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὠκαλέος, = ὠκύς, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωκαλέος — η, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ταχύς, ὀξύς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς, οξύς» + κατάλ. αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος)] … Dictionary of Greek
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek