- ἠερό-φωνος
ἠερό-φωνος, die Luft durchtönend, laut rufend; κήρυκες, Il. 18, 505; γέρανοι, Opp. Hal. 1, 620, Schol. ἐν τῷ ἀέρι φωνοῦσαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠερό-φωνος, die Luft durchtönend, laut rufend; κήρυκες, Il. 18, 505; γέρανοι, Opp. Hal. 1, 620, Schol. ἐν τῷ ἀέρι φωνοῦσαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.