- ἠερό-φοιτος
ἠερό-φοιτος, lustdurchwandelnd; μέλισσα, Phocyl. 159; οἶστρος, Orph. Arg. 47; Opp. H. 3, 166.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠερό-φοιτος, lustdurchwandelnd; μέλισσα, Phocyl. 159; οἶστρος, Orph. Arg. 47; Opp. H. 3, 166.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηερόφοιτος — ἠερόφοιτος και ἠερίφοιτος, ον (Α) 1. (για πτηνά) αυτός που συχνάζει ή πλανιέται στον αέρα 2. (για τη σελήνη) ἠεροφοῑτις* που πλανιέται στον αέρα, που διέρχεται διά μέσου τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν.… … Dictionary of Greek