- ἠερό-πλαγκτος
ἠερό-πλαγκτος, Luft durchirrend, von den Sternen, Orph. H. 6, 8; Maneth. 4, 509.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠερό-πλαγκτος, Luft durchirrend, von den Sternen, Orph. H. 6, 8; Maneth. 4, 509.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηερόπλαγκτος — ἠερόπλαγκτος, ον (Α) αυτός που περιπλανιέται στον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + πλαγκτος (< πλάζω «περιπλανώμαι»), πρβλ. αλί πλαγκτος, πολυ πλαγκτος] … Dictionary of Greek