ἠχήεις

ἠχήεις

ἠχήεις, εσσα, εν, schallend, tönend, tosend, brausend, ϑάλασσα Il. 1, 157; δώματα ἠχήεντα, hohe, hallende Gemächer, Wohnungen, Od. 4, 72 h. Cer. 104; δόμοι Hes. Th. 767; sp. D.; χαλκός Ap. Rh. 1, 1236; auch τέττιξ, Mel. 111 (VII, 196); πυρὸς πρηστήρ Col. 52; auch ἀκουή, mit Geräusch erfüllt, Parmenid. D. L. 9, 22. S. ἠχέεις.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἠχήεις — sounding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηχήεις — εσσα, εν (Α ήχήεις, εσσα, εν) αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί 2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ …   Dictionary of Greek

  • ἠχῆεν — ἠχήεις sounding masc voc sg ἠχήεις sounding neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχήεντα — ἠχήεις sounding neut nom/voc/acc pl ἠχήεις sounding masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχηέντων — ἠχήεις sounding masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχηέσσης — ἠχήεις sounding fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχήεντες — ἠχήεις sounding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχήεντι — ἠχήεις sounding masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχήεντος — ἠχήεις sounding masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχήεσσα — ἠχήεις sounding fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχήεσσαι — ἠχήεις sounding fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”