Ἠχῶ — Ἠχώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἠχώ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχώ — ηχώ, ήχησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Ἠχώ — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχώ — echo fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… … Dictionary of Greek
ἠχῶ — ἠχέω sound pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἠχέω sound pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἠχώ echo fem acc sg ἠχώ echo fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχώ — ησα, αμτβ. 1. παράγω ήχο, βουίζω: Ήχησε η σάλπιγγα. 2. μτφ., αφήνω απήχηση, δημιουργώ εντύπωση, ακούομαι ευχάριστα ή δυσάρεστα: Τα λόγια του ήχησαν άσχημα. η ώς (μόνον στον εν.), αντίλαλος, φαινόμενο που οφείλεται στην ανάκλαση του ήχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἤχῳ — ἤ̱χῳ , ἦχος sound masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἠχοῦς — Ἠχώ fem nom/voc pl Ἠχώ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχοῦς — ἠχώ echo fem gen sg ἠχώ echo fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эхо в мифологии — (Ήχώ) в греческой мифологии нимфа, олицетворение эха, отдающегося в горах и ущельях. По одному из рассказов, нимфу Э. полюбил Пан, но так как она предпочла ему Сатира, то Пан, оскорбленный отказом, вооружил против нее пастухов, которые растерзали … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона