ἠχώ

ἠχώ

ἠχώ, οῦς, ἡ (s. nom. pr.), = ἠχή, Schall, Ton, bes. Wiederhall, H. h. 18, 21; Hes. Sc. 279. 348; κτύπου γὰρ ἀχὼ χάλυβος διῇξεν ἄντρων μυχόν Aesch. Prom. 133; ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας ἠχώ Pers. 383; vom Klageruf, Soph. El. 108; – vom Wiederhall, ἠχὼ λόγων ἀντῳδὸς ἐπικοκκύστρια Ar. Ti. 1068; οἷον πνεῦμα ἤ τις ἠχὼ ἀπὸ λείων τε καὶ στερεῶν ἁλλομένη πάλιν ὅϑεν ὡρμήϑη φέρεται Plat. Phaedr. 255 c; – ἅπασαν τὴν Βοιωτίην κατεῖχε ἠχώ, ὡς ἀνδρὸς ἀπολομένου λογιμωτάτου, das Gerücht, Her. 9, 24, wie auch wir sagen: ganz Böotien hallte davon wieder.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἠχῶ — Ἠχώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἠχώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηχώ — ηχώ, ήχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Ἠχώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχώ — echo fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… …   Dictionary of Greek

  • ἠχῶ — ἠχέω sound pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἠχέω sound pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἠχώ echo fem acc sg ἠχώ echo fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηχώ — ησα, αμτβ. 1. παράγω ήχο, βουίζω: Ήχησε η σάλπιγγα. 2. μτφ., αφήνω απήχηση, δημιουργώ εντύπωση, ακούομαι ευχάριστα ή δυσάρεστα: Τα λόγια του ήχησαν άσχημα. η ώς (μόνον στον εν.), αντίλαλος, φαινόμενο που οφείλεται στην ανάκλαση του ήχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἤχῳ — ἤ̱χῳ , ἦχος sound masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἠχοῦς — Ἠχώ fem nom/voc pl Ἠχώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχοῦς — ἠχώ echo fem gen sg ἠχώ echo fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эхо в мифологии — (Ήχώ) в греческой мифологии нимфа, олицетворение эха, отдающегося в горах и ущельях. По одному из рассказов, нимфу Э. полюбил Пан, но так как она предпочла ему Сатира, то Пан, оскорбленный отказом, вооружил против нее пастухов, которые растерзали …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”