- ἠπιόλιον
ἠπιόλιον, τό, dim. zum Vorigen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠπιόλιον, τό, dim. zum Vorigen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠπιόλιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπίαλος — ἠπίαλος, ό (Α) 1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες 2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση τού πυρετού 3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης 4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος +… … Dictionary of Greek