- ἠπιό-μοιρος
ἠπιό-μοιρος, von mildem Geschicke, p. bei Ath. XII, 542 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠπιό-μοιρος, von mildem Geschicke, p. bei Ath. XII, 542 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόμοιρος — η ο (Α ἰσόμοιρος, ον) αυτός που έχει ίσο μερίδιο σε κάτι ή αυτός που συμμετέχει σε κάτι εξίσου με άλλους αρχ. 1. ισοδύναμος 2. αστρολ. αυτός που κατέχει ίση θέση, που ασκεί την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμοιρον … Dictionary of Greek