- ῥῡσί-κοσμος
ῥῡσί-κοσμος, die Welt erlösend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῡσί-κοσμος, die Welt erlösend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυσίκοσμος — ον, Μ εκκλ. αυτός που φυλάγει, προστατεύει ή σώζει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + κόσμος (πρβλ. σωσί κοσμος)] … Dictionary of Greek