- ῥῡσί-διφρος
ῥῡσί-διφρος, den Wagen bewachend, lenkend, regierend, Pind. I. 2, 21, χείρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῡσί-διφρος, den Wagen bewachend, lenkend, regierend, Pind. I. 2, 21, χείρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίδιφρος — καλλίδιφρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίο άρμα («Παλλάδος ἐν πόλει τᾱς καλλιδίφρου θεᾱς ναίουσα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + διφρος (< δίφρος «άρμα»), πρβλ. ποικιλό διφρος, ρυσί διφρος] … Dictionary of Greek
ρυσίδιφρος — ον, Α (για αρματηλάτη) αυτός που διαφυλάσσει τη δίφρο, την άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + δίφρος «άμαξα» (πρβλ. καλλί διφρος)] … Dictionary of Greek