- ῥῡσί-βωμος
ῥῡσί-βωμος, die Altäre errettend, beschützend, Aesch. Eum. 880.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῡσί-βωμος, die Altäre errettend, beschützend, Aesch. Eum. 880.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυσίβωμος — ον, Α αυτός που φυλάγει, που υπερασπίζεται τους βωμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + βωμός (πρβλ. ὁμό βωμος)] … Dictionary of Greek