- ῥῡσί-πονος
ῥῡσί-πονος, errettend, befreiend von Arbeit, Mühe, Drangsal, Apollo in einem Hymn. (IX, 525, 18).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῡσί-πονος, errettend, befreiend von Arbeit, Mühe, Drangsal, Apollo in einem Hymn. (IX, 525, 18).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυσίπονος — ον, Α αυτός που ελευθερώνει, που ανακουφίζει από τους κόπους, από τις ταλαιπωρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. παυσί πονος] … Dictionary of Greek