- ῥῡσί-πτολις
ῥῡσί-πτολις, poet. = ῥυσίπολις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥῡσί-πτολις, poet. = ῥυσίπολις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυσίπολις — και ποιητ. τ. ῥυσίπτολις, εως, ὁ, ἡ, Α (συν. ως προσωνυμία τής Αθηνάς αλλά και τού Νεοπτολέμου) υπερασπιστής, σωτήρας τής πόλης («ῥυσίπολις γενοῡ Παλλάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω»… … Dictionary of Greek