- ῥοθιότης
ῥοθιότης, ητος, ἡ, brausendes, lärmendes, stürmisches Wesen, Heftigkeit, vom Redner, Poll. 4, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοθιότης, ητος, ἡ, brausendes, lärmendes, stürmisches Wesen, Heftigkeit, vom Redner, Poll. 4, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ροθιότης — ητος, ἡ, Α [ῥόθιος] (για το ύφος και τη γλώσσα) σφοδρότητα, ορμητικότητα … Dictionary of Greek