ῥοη-τόκος

ῥοη-τόκος

ῥοη-τόκος, Regenströme erzeugend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ροητόκος — ον, Α αυτός που γεννά, που προκαλεί τη ροή τών νερών στους χειμάρρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥοή + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. παιδο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”