- ῥοδ-ῶπις
ῥοδ-ῶπις, ἡ, bes. poet. fem. von ῥοδωπός, sp. D., wie Nonn.D. 10, 176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοδ-ῶπις, ἡ, bes. poet. fem. von ῥοδωπός, sp. D., wie Nonn.D. 10, 176.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλώπις — καλῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει ωραία όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ωπις (< ωψ, ωπός < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ ώπις, ροδ ώπις] … Dictionary of Greek