ῥοθιάς

ῥοθιάς

ῥοθιάς, άδος, ἡ, bes. poet. fem. zu ῥόϑιος, rauschend, κώπης ῥοϑιάδος ξυνεμβολή, Aesch. Pers. 388.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ροθιάς — άδος, ἡ, Α βλ. ῥόθιος …   Dictionary of Greek

  • ῥοθιάδος — ῥοθιάς dashing fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”