- ῥοδό-χρως
ῥοδό-χρως, ωτος, = Vorigem, Ἑλένη, Theocr. 18, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοδό-χρως, ωτος, = Vorigem, Ἑλένη, Theocr. 18, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδόχρους — ουν και οος, οο (ΑΜ μολυβδόχρους, ουν και οος, οον, Α και μολυβδόχρως, ωτος, ό, ή) αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + χρους < χροος < χρώς, ωτός «χρώμα» (πρβλ. αργυρό χρους). Ο τ. μολυβδόχρως< μόλυβδος + χρως… … Dictionary of Greek
λεπτόχρως — λεπτόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λεπτό δέρμα, λεπτή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + χρως (< χρώς, χρωτός), πρβλ. ξανθό χρως, ροδό χρως] … Dictionary of Greek
κυανόχρους — ουν (Α κυανόχρους, ουν και οος, οον και κυανόχρως, ων) νεοελλ. γαλάζιος, θαλασσής αρχ. αυτός που έχει σκούρο μπλε χρώμα (α. «κυανόχροα λίμνης ἑρπετά», Οππ. β. «καὶ κυανόχρων τὸ τῆς θαλάττης ἔδαφος», Αλκίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χροῦς «χρώμα»… … Dictionary of Greek
κρεατόχρους — ουν και κρεατόχρωμος, η, ο αυτός που έχει το χρώμα τού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. κρεατο (βλ. κρε[ο]) + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ανθρακό χρους, ροδό χρους] … Dictionary of Greek
λιθόχρους — λιθόχρους, ουν (Μ) αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με τον λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, ροδό χρους] … Dictionary of Greek
μανόχρους — μανόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει χαλαρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» + χρους < χροός < χρώς «επιδερμίδα» (πρβλ. ροδό χρους)] … Dictionary of Greek
μεσόχρους — μεσόχρους, ουν, και οος, οον (Α) αυτός που έχει μικτό χρώμα ή ποικίλα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χροος(< χρώς, χροός), πρβλ. λευκό χρους, ροδό χρους] … Dictionary of Greek
μιλτόχροος — οον και μιλτόχρους, ουν (Μ μιλτόχρους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει το χρώμα τής μίλτου, κόκκινος, ερυθρός («μιλτόχροον ὄρος», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + χροος/ χρους(< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ροδό χροος] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρους — ουν, και οος, οον, ΝΜΑ ποικιλόχρωμος («ποικιλόχρους πιτυρίαση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χροος / χροῦς (< χρως, χροός), πρβλ. ροδό χρους] … Dictionary of Greek
πυρρόχρους — ουν, και πυρρόχροος, η, ο / πυρρόχροος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πυρρό χρώμα, ξανθοκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + χροος / χρους (< χρώς, χροός), πρβλ. ροδό χρους] … Dictionary of Greek
ρουβινιόχρους — ουν, Ν αυτός που έχει το χρώμα τού ρουμπινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουβίνιο(ν) «ρουμπίνι» + χρους (< χρώς, χροός «χρώμα»), πρβλ. ροδό χρους] … Dictionary of Greek