- ῥοδό-σφυρος
ῥοδό-σφυρος, mit rosigen Knöcheln, Füßen, rosenfüßig; Christod. ecphr. 160; Qu. Sm. 1, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοδό-σφυρος, mit rosigen Knöcheln, Füßen, rosenfüßig; Christod. ecphr. 160; Qu. Sm. 1, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίσφυρος — καλίσφυρος, ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α) αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («καλλίσφυρος Ἰνώ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό σφυρος, ροδό σφυρος] … Dictionary of Greek