- ῥοδό-χροος
ῥοδό-χροος, zsgzgn ῥοδόχρους, rosenfarbig; Ἀφροδίτη, Anacr. 54, 3; a. sp. D., wie Opp. Hal. 1, 130; χείλη, Sosipat. 3 (V, 56); auch Apollo heißt so in einem Hymn. (IX, 525, 18).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοδό-χροος, zsgzgn ῥοδόχρους, rosenfarbig; Ἀφροδίτη, Anacr. 54, 3; a. sp. D., wie Opp. Hal. 1, 130; χείλη, Sosipat. 3 (V, 56); auch Apollo heißt so in einem Hymn. (IX, 525, 18).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιλτόχροος — οον και μιλτόχρους, ουν (Μ μιλτόχρους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει το χρώμα τής μίλτου, κόκκινος, ερυθρός («μιλτόχροον ὄρος», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + χροος/ χρους(< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ροδό χροος] … Dictionary of Greek
χιονόχροος — ον, ΜΑ, και συνηρ. τ. χιονόχρους, ουν, Μ αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού, χιονόλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + χροος / χρους (< χρώς* «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ῥοδό χροος / χρους] … Dictionary of Greek
μεσόχρους — μεσόχρους, ουν, και οος, οον (Α) αυτός που έχει μικτό χρώμα ή ποικίλα χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χροος(< χρώς, χροός), πρβλ. λευκό χρους, ροδό χρους] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρους — ουν, και οος, οον, ΝΜΑ ποικιλόχρωμος («ποικιλόχρους πιτυρίαση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χροος / χροῦς (< χρως, χροός), πρβλ. ροδό χρους] … Dictionary of Greek
πυρρόχρους — ουν, και πυρρόχροος, η, ο / πυρρόχροος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πυρρό χρώμα, ξανθοκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + χροος / χρους (< χρώς, χροός), πρβλ. ροδό χρους] … Dictionary of Greek
μανόχρους — μανόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει χαλαρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» + χρους < χροός < χρώς «επιδερμίδα» (πρβλ. ροδό χρους)] … Dictionary of Greek
μολυβδόχρους — ουν και οος, οο (ΑΜ μολυβδόχρους, ουν και οος, οον, Α και μολυβδόχρως, ωτος, ό, ή) αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + χρους < χροος < χρώς, ωτός «χρώμα» (πρβλ. αργυρό χρους). Ο τ. μολυβδόχρως< μόλυβδος + χρως… … Dictionary of Greek
μυρόχρους — μυρόχρους, ουν, και οος, οον (Α) αυτός που έχει μυρωμένη επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χροος / χροῦς «χρώμα, επιδερμίδα» (πρβλ. ροδό χρους)] … Dictionary of Greek
μυόχρους — μυόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει χρώμα ποντικού, τεφρόχρωμος, σταχτής, ποντικόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδό χρους)] … Dictionary of Greek
πορτοκαλόχρους — ουν, και πορτοκαλόχρωμος, η, ο, Ν 1. ο πορτοκαλής 2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλόχρουν συνθετική ουσία που δίνει κατά την βαφή το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού, αλλ. το πορτοκάλι («το πορτοκαλόχρουν τού μεθυλενίου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκάλι +… … Dictionary of Greek
πορφυρόχρους — ουν, ΝΑ, και πορφυρόχροος, η, ο / πορφυρόχροος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πορφυρό χρώμα, που έχει το χρώμα τής πορφύρας, ο πορφυρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδό χρους)] … Dictionary of Greek