- ῥοδό-πεπλος
ῥοδό-πεπλος, mit rosenfarbigem Schleier, Gewande, Qu. Sm. 3, 608.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοδό-πεπλος, mit rosenfarbigem Schleier, Gewande, Qu. Sm. 3, 608.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκόπεπλος — κροκόπεπλος, ον (Α) αυτός που έχει κίτρινο πέπλο («Ἠὼς μὲν κροκόπεπλος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + πεπλος (< πέπλον), πρβλ. ιό πεπλος, ροδό πεπλος] … Dictionary of Greek
κυανόπεπλος — κυανόπεπλος, ον (Α) (για τη Δήμητρα ή για τη Λητώ) αυτή που φορά μαύρο πέπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέπλος (πρβλ. κροκό πεπλος, ροδό πεπλος)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek