- ῥοδό-πνοος
ῥοδό-πνοος, zsgz. ῥοδόπνους, nach Rosen duftend, στρώματα, poet. bei Ath. II, 48 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥοδό-πνοος, zsgz. ῥοδόπνους, nach Rosen duftend, στρώματα, poet. bei Ath. II, 48 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυρόπνους — και μυρίπνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που πνέει ευώδη μύρα, που μυρίζει, που ευωδιάζει («μυρίπνοα άνθη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + πνόος / πνοῦς (πρβλ. ροδό πνους)] … Dictionary of Greek