ῥεμβασμός

ῥεμβασμός

ῥεμβασμός, , das Umhertreiben, LXX.; – übtr., unruhiger, geängstigter, zweifelhafter Gemüthszustand, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρεμβασμός — ῥεμβασμός, ο ΝΜΑ νεοελλ. 1. ευάρεστη περιπλάνηση τής φαντασίας και τής σκέψης, ονειροπόληση 2. ρομαντική διάθεση μσν. αρχ. ανήσυχη και ταραγμένη διάθεση τής ψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέμβομαι μέσω ενός αμάρτυρου, στην αρχαία, ενεστ. *ῥεμβάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • ρεμβασμός — ρεμβασμός, ο και ρέμβη, η ονειροπόληση: Συχνά παραδινόταν σε ρεμβασμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥεμβασμός — roaming about masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβασμοῖς — ῥεμβασμός roaming about masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβασμοῦ — ῥεμβασμός roaming about masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβασμούς — ῥεμβασμός roaming about masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβασμῶν — ῥεμβασμός roaming about masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβασμῷ — ῥεμβασμός roaming about masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥεμβασμόν — ῥεμβασμός roaming about masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • величаниѥ — ВЕЛИЧАНИ|Ѥ (101), ˫А с. 1.Высокомерие: Бѣжи величѩнь˫а о чл҃вче аште и великъ ѥси. (τὴν ὑπερηφανίαν) Изб 1076, 73; ъ скърбьхъ тьрпѣти. къ ||=всѣмъ съмѣреноу быти. величѩни˫а бѣгати говѣиноу быти. (τὴν ὑπερηφανίαν) Там же, 102 об. 103; ˫ако вѣрою… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μεταλλεύω — (ΑM μεταλλεύω) ανασκάπτω μεταλλείο, εξορύσσω μετάλλευμα, εξάγω από τη γη μέταλλο («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ) νεοελλ. μσν. (ενεργ. και μέσ.) εκμεταλλεύομαι μεταλλεία ή μεταλλοφόρα στρώματα αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον να εργάζεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”