- ῥεμβεύω
ῥεμβεύω, = ῥεμβάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥεμβεύω, = ῥεμβάζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρεμβεύω — Α ῥέμβομαι*, τριγυρνάω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέμβομαι κατά τα ρ. σε εύω] … Dictionary of Greek
ῥεμβεύονται — ῥεμβεύω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥεμβεύοντες — ῥεμβεύω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥέμβευσον — ῥεμβεύω aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρεμβεύω — (Α) κάνω κάποιον να περιφέρεται άσκοπα («καὶ κατερρέμβευσεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥεμβεύω (μεταπλασμένος τ. τού ῥέμβομαι «περιφέρομαι άσκοπα»)] … Dictionary of Greek
ՅԱԾԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0314 Chronological Sequence: Early classical, 6c ձ. ῤεμβεύω, ομαι, ῤέμβομαι, πλάζομαι vagor, erro, temere, inambulo եւն. περιάγομαι circumagor ἑμπεριπατέω obambulo. Յայսկոյս յայնկոյս ընդ վայր ածիլ. տարաբերիլ. շրջիլ. թափառիլ. յուզիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
καταρεμβευομένοις — κατά ῥεμβεύω pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)