- ῥινισμα
ῥινισμα, τό, = ῥίνημα, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥινισμα, τό, = ῥίνημα, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῥίνισμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίνισμα — το / ῥίνισμα, ΝΜΑ [ῥινίζω] το ψήγμα, το απόξεσμα που πέφτει από σκληρό σώμα, συνήθως μέταλλο, την ώρα που ρινίζεται, που αποξέεται με τη λίμα («ρινίσματα σιδήρου») νεοελλ. η ενέργεια τού ρινίζω, το λιμάρισμα … Dictionary of Greek
ρίνισμα — το, ατος το λιμάρισμα· στον πληθ., ρινίσματα τα μόρια που πέφτουν από το σκληρό σώμα που ρινίζουμε, τα ρινίδια ή λιμαρίδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥινίσματα — ῥίνισμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥινίσματι — ῥίνισμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥινίσματος — ῥίνισμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BERNICE — Βερνίκη, Graecis recentioribus electrum est; unde nomine factô iuniperi gummi Vernicem hodie appellant Galli: nam et candidum est electrum et cereum et fulvum. Utuntur autem eô gummi pictores ad illuminandos colores. Bernice vero ex Beronice,… … Hofmann J. Lexicon universale
διάξυσμα — το (Α διάξυσμα) [διαξύω] η αυλάκωση τής λεπίδας σπαθιού ή λόγχης, κοντακίου όπλου κ.λπ. αρχ. 1. ράβδωση κιόνων 2. απόξεσμα, ψήγμα, ρίνισμα … Dictionary of Greek
κατάξεσμα — κατάξεσμα, τὸ (Α) [καταξέω] κατάξυσμα*, μικρό κομμάτι, ξέσμα, ρίνισμα, πελεκούδι … Dictionary of Greek
κατάξυσμα — κατάξυσμα, τὸ (Α) [καταξύω] (σχόλ.) απόξεσμα, ρίνισμα … Dictionary of Greek
κιβδηλεία — Η ελάττωση της εσωτερικής αξίας μεταλλικού νομίσματος με οποιονδήποτε μηχανικό ή χημικό τρόπο (περικοπή, διάτρηση, ρίνισμα κλπ.). Χαρακτηριστικό της κ. είναι ότι επιφέρει μείωση της αξίας της ύλης που περιέχεται στο νόμισμα, χωρίς όμως να θίγει… … Dictionary of Greek